Publicitad E▼
ερώμαι (v.)
1.έρχομαι σε σαρκική επαφή,συνεύρεση
Publicidad ▼
Ver también
ερώμαι (v.)
↘ γενετήσια πράξη, ερωτική επαφή, ερωτική συνομιλία, σεξ, σεξουαλική επαφή, σεξουαλική πράξη, συνουσία
Publicidad ▼
ερώμαι (v.)
avoir des relations charnelles avec une femme (fr)[Classe]
(το)κάνω; (τον)παίρνω; έχω σεξουαλική επαφή; κάνω έρωτα; κοιμάμαι(με); πηδώ; συνευρίσκομαι; βιδώνω; ξεβιδώνω[ClasseHyper.]
(το)κάνω; (τον)παίρνω; έχω σεξουαλική επαφή; κάνω έρωτα; κοιμάμαι(με); πηδώ; συνευρίσκομαι; βιδώνω; ξεβιδώνω[ClasseHyper.]
factotum (en)[Domaine]
Screw (en)[Domaine]
SexualReproduction (en)[Domaine]
Contenido de sensagent
computado en 0,031s